Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρρενωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρρενωπ
ός
η
αρρενωπ
ή
το
αρρενωπ
ό
γενική
του
αρρενωπ
ού
της
αρρενωπ
ής
του
αρρενωπ
ού
αιτιατική
τον
αρρενωπ
ό
την
αρρενωπ
ή
το
αρρενωπ
ό
κλητική
αρρενωπ
έ
αρρενωπ
ή
αρρενωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρρενωπ
οί
οι
αρρενωπ
ές
τα
αρρενωπ
ά
γενική
των
αρρενωπ
ών
των
αρρενωπ
ών
των
αρρενωπ
ών
αιτιατική
τους
αρρενωπ
ούς
τις
αρρενωπ
ές
τα
αρρενωπ
ά
κλητική
αρρενωπ
οί
αρρενωπ
ές
αρρενωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρρενωπός
<
ἄρρην
+
-ωπός
Επίθετο
επεξεργασία
αρρενωπός, -ή, -ό
που έχει έντονα
αντρικά
χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
αρρενόφρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρρενωπός
ιταλικά
:
virile
(it)