Δείτε επίσης: άρρην
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀρρεν-
ονομαστική / ἄρρην τὸ ἄρρεν
      γενική τοῦ/τῆς ἄρρενος τοῦ ἄρρενος
      δοτική τῷ/τῇ ἄρρεν τῷ ἄρρεν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄρρεν τὸ ἄρρεν
     κλητική ! ἄρρεν ἄρρεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄρρενες τὰ ἄρρεν
      γενική τῶν ἀρρένων τῶν ἀρρένων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἄρρεσῐ(ν) τοῖς ἄρρεσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἄρρενᾰς τὰ ἄρρεν
     κλητική ! ἄρρενες ἄρρεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἄρρενε τὼ ἄρρενε
      γεν-δοτ τοῖν ἀρρένοιν τοῖν ἀρρένοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄρρην' όπως «ἄρρην» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄρρην < ἄρσην με … • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄρρην, -ην, -εν

  1. αττικός τύπος του ἄρσην: αρσενικός, ανδρικός, αρρενωπός, δυνατός, γενναίος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτός που ανήκει στο ανδρικό φύλο