αρσενικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρσενικός < από το αρχαίο ελληνικό άρσην ή άρσεν, συγγενές προς το ζενδικό arshan = άνδρας
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αρσενικός, -ή/-ιά, -ό
- ο σχετικός με άνδρα
- ο σχετικός με άνθρωπο, ζώο ή φυτό που γονιμοποιεί
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη αρσενικό
- ο σχετικός με εργαλείο ή εξάρτημα που εισολκεί σε έτερο
- "αρσενικός σύνδεσμος μάνικας"
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρσενικός αρσενικό
- (αργκό): αυτός που δεν προδίδει κατά την ανάκριση (στη γλώσσα των κακοποιών)