σερνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σερνικός | η | σερνική & σερνικιά |
το | σερνικό |
γενική | του | σερνικού | της | σερνικής & σερνικιάς |
του | σερνικού |
αιτιατική | τον | σερνικό | τη | σερνική & σερνικιά |
το | σερνικό |
κλητική | σερνικέ | σερνική & σερνικιά |
σερνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σερνικοί | οι | σερνικές | τα | σερνικά |
γενική | των | σερνικών | των | σερνικών | των | σερνικών |
αιτιατική | τους | σερνικούς | τις | σερνικές | τα | σερνικά |
κλητική | σερνικοί | σερνικές | σερνικά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾ.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασερνικός, -ή/ιά, -ό
- (λαϊκότροπο) αρσενικός
- ⮡ ουσιαστικοποιημένο: Αμάν! Τι σερνικό είν' τούτο! Ομορφάντρας!