Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερνικοθήλυκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σερνικοθήλυκ
ος
η
σερνικοθήλυκ
η
το
σερνικοθήλυκ
ο
γενική
του
σερνικοθήλυκ
ου
της
σερνικοθήλυκ
ης
του
σερνικοθήλυκ
ου
αιτιατική
τον
σερνικοθήλυκ
ο
τη
σερνικοθήλυκ
η
το
σερνικοθήλυκ
ο
κλητική
σερνικοθήλυκ
ε
σερνικοθήλυκ
η
σερνικοθήλυκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σερνικοθήλυκ
οι
οι
σερνικοθήλυκ
ες
τα
σερνικοθήλυκ
α
γενική
των
σερνικοθήλυκ
ων
των
σερνικοθήλυκ
ων
των
σερνικοθήλυκ
ων
αιτιατική
τους
σερνικοθήλυκ
ους
τις
σερνικοθήλυκ
ες
τα
σερνικοθήλυκ
α
κλητική
σερνικοθήλυκ
οι
σερνικοθήλυκ
ες
σερνικοθήλυκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερνικοθήλυκος
<
σερνικός
+
θηλυκός
.
Επίθετο
επεξεργασία
σερνικοθήλυκος
βλέπε
αρσενικοθήλυκος