αρσενικοθήλυκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααρσενικοθήλυκος, -η, -ο
- ο ερμαφρόδιτος, αυτός που έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα και των δύο φύλων (αρσενικού και θηλυκού).
- Κοιτούσε με περιέργεια το αρσενικοθήλυκο πρόσωπο της ηθοποιού.
- αυτός που υφίσταται και στα δύο γένη (αρσενικό και θηλυκό).
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρσενικοθήλυκος
|