ερμαφρόδιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερμαφρόδιτος < ελληνιστική κοινή Ἑρμαφρόδιτος (όνομα του γιου του Ερμή και της Αφροδίτης)
Επίθετο επεξεργασία
ερμαφρόδιτος, -η, -ο
- (βιολογία) που έχει γεννητικά όργανα και των δύο φύλων (αρσενικό και θηλυκό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερμαφρόδιτος