↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρόγυνος η ανδρόγυνη το ανδρόγυνο
      γενική του ανδρόγυνου της ανδρόγυνης του ανδρόγυνου
    αιτιατική τον ανδρόγυνο την ανδρόγυνη το ανδρόγυνο
     κλητική ανδρόγυνε ανδρόγυνη ανδρόγυνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρόγυνοι οι ανδρόγυνες τα ανδρόγυνα
      γενική των ανδρόγυνων των ανδρόγυνων των ανδρόγυνων
    αιτιατική τους ανδρόγυνους τις ανδρόγυνες τα ανδρόγυνα
     κλητική ανδρόγυνοι ανδρόγυνες ανδρόγυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανδρόγυνος < αρχαία ελληνική ἀνδρόγυνος < ἀνήρ + γυνή

  Επίθετο

επεξεργασία

ανδρόγυνος, -η, -ο

  • όποιος άνθρωπος έχει χαρακτηριστικά και των δύο φύλων (αρσενικό και θηλυκό)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία