γυνή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυνή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυνή < (συγκρίνετε με το γυναίκα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐νή
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυνή θηλυκό
- (απαρχαιωμένο) η γυναίκα, ενήλικο άτομο θηλυκού γένους (σε παγιωμένες εκφράσεις)
Εκφράσεις επεξεργασία
- γυνή της απωλείας: ανήθικη, πόρνη
- η γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα: η σύζυγος να σέβεται τον σύζυγο
- πυρ, γυνή και θάλασσα
- συν γυναιξί και τέκνοις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γυναίκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυνή
→ δείτε τη λέξη γυναίκα |
Πηγές επεξεργασία
- γυνή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γυνή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ουσιαστικά ετερόκλιτα | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
γῠν- γῠναικ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | γυνή | αἱ | γυναῖκες | ||||
γενική | τῆς | γυναικός | τῶν | γυναικῶν | ||||
δοτική | τῇ | γυναικῐ́ | ταῖς | γυναιξῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γυναῖκᾰ | τὰς | γυναῖκᾰς | ||||
κλητική ὦ! | γύναι | γυναῖκες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυναῖκε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γυναικοῖν | ||||||
Τύπος από την 1η κλίση (γυνή), και τύποι από την 3η κλίση. | ||||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «γυνή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυνή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn (γυναίκα) + *-h₂- [1]
- ήδη μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀓𐀙𐀊 (ku-na-ja)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυνή θηλυκό
- γυναίκα
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 69.5
- τίκτουσι γὰρ γυναῖκες καὶ ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα, καὶ οὐ πᾶσαι δέκα μῆνας ἐκτελέσασαι·
- δηλαδή οι γυναίκες γεννούν και εννιαμηνίτικα κι εφταμηνίτικα, χωρίς να συμπληρώσουν όλες τους δέκα μήνες.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τίκτουσι γὰρ γυναῖκες καὶ ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα, καὶ οὐ πᾶσαι δέκα μῆνας ἐκτελέσασαι·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 627
- τούτωι δὲ δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα·
- Δε θέλει ρώτημα πως η γυναίκα είναι κακό μεγάλο:
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- τούτωι δὲ δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 1014 (1014-1015)
- οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, | οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις.
- Δεν υπάρχει στον κόσμο θεριό τόσο αμάχητο, | ξεπερνάει τη φωτιά και τον τίγρ᾽ η γυναίκα!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, | οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 596 (596-597)
- τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται, | οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται.
- Ο καιρός της γυναίκας ολίγος κι αν τον χάσει, | κανείς δεν την παίρνει· και κάθεται μες στο σπίτι και ρέβει μ᾽ ονείρατα μόνο.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται, | οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 69.5
- (οικογένεια) η σύζυγος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 523 (521-525)
- αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | τήκετο, δάκρυ δ᾽ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς. | ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, | ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, | ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ·
- ωστόσο ο Οδυσσέας | έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του. | Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του, | που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει | για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει από τη μαύρη μέρα·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | τήκετο, δάκρυ δ᾽ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς. | ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, | ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, | ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 523 (521-525)
- θνητή γυναίκα σε αντίθεση προς τη θεά
- (για ζώα) θηλυκό, ταίρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- γυναικεῖος, ιωνικός τύπος : γυναικήιος
- γυναικίζω (φέρομαι σαν γυναίκα)
- γυναικών
- γυναικωνῖτις, γυναικεία &γυναικηΐη (ο χώρος των γυναικών)
- γύναιος
- γύννις (ο γυναικωτός, ο θηλυπρεπής άνδρας)
Σύνθετα επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γυναικο- στο Βικιλεξικό όπως
- γυναικόβουλος
- γυναικογήρυτος
- γυναικοκρασία (η γυναικεία ιδιοσυγκρασία)
- γυναικοκρατέομαι / γυναικοκρατοῦμαι
- γυναικομανής γυναικομανέω/γυναικομανῶ, γυναικομανία
- γυναικόμιμος
- γυναικονόμος, γυναικονομέω/γυναικονομῶ, γυναικονομία
- γυναικοπληθής
- γυναικόποινος
- γυναικώδης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γυνή σελ. 291, & σελ. 292 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές επεξεργασία
- γυνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.