Δείτε επίσης: γυναίκα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυνή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυνή < (συγκρίνετε με το γυναίκα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝiˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐νή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυνή θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ουσιαστικά ετερόκλιτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γῠν- γῠναικ-
ονομαστική γυνή αἱ γυναῖκες
      γενική τῆς γυναικός τῶν γυναικῶν
      δοτική τῇ γυναικῐ́ ταῖς γυναιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν γυναῖκ τὰς γυναῖκᾰς
     κλητική ! γύναι γυναῖκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυναῖκε
γεν-δοτ τοῖν  γυναικοῖν
Τύπος από την 1η κλίση (γυνή), και τύποι από την 3η κλίση.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «γυνή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυνή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn (γυναίκα) + *-h₂- [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυνή θηλυκό

  1. γυναίκα
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 69.5
    τίκτουσι γὰρ γυναῖκες καὶ ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα, καὶ οὐ πᾶσαι δέκα μῆνας ἐκτελέσασαι·
    δηλαδή οι γυναίκες γεννούν και εννιαμηνίτικα κι εφταμηνίτικα, χωρίς να συμπληρώσουν όλες τους δέκα μήνες.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 627
    τούτωι δὲ δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα·
    Δε θέλει ρώτημα πως η γυναίκα είναι κακό μεγάλο:
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 1014 (1014-1015)
    οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, | οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις.
    Δεν υπάρχει στον κόσμο θεριό τόσο αμάχητο, | ξεπερνάει τη φωτιά και τον τίγρ᾽ η γυναίκα!
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 596 (596-597)
    τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται, | οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται.
    Ο καιρός της γυναίκας ολίγος κι αν τον χάσει, | κανείς δεν την παίρνει· και κάθεται μες στο σπίτι και ρέβει μ᾽ ονείρατα μόνο.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. (οικογένεια) η σύζυγος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 523 (521-525)
    αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | τήκετο, δάκρυ δ᾽ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς. | ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, | ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, | ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ·
    ωστόσο ο Οδυσσέας | έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του. | Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του, | που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει | για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει από τη μαύρη μέρα·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. θνητή γυναίκα σε αντίθεση προς τη θεά
  4. (για ζώα) θηλυκό, ταίρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γυνή σελ. 291, & σελ. 292 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία