Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικοπληθής < γυνή και πλῆθος

  Επίθετο επεξεργασία

γυναικοπληθής, ής, ές

  • που είναι πλήρης, γεμάτος με γυναίκες (όμιλος, συντροφιά, συνάντηση)