Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικοπληθής < γυνή και πλῆθος

  Επίθετο

επεξεργασία

γυναικοπληθής, ής, ές

  • που είναι πλήρης, γεμάτος με γυναίκες (όμιλος, συντροφιά, συνάντηση)