Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυναικόμιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυναικόμιμος
<
γυνή
και
μιμέομαι
-
μιμοῦμαι
Επίθετο
επεξεργασία
γυναικόμιμος, ος, ον
που μιμείται γυναίκες