Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικόποινος < γυνή και ποινή

  Επίθετο

επεξεργασία

γυναικόποινος, ος, ον

  • εκδίκηση για χάρη γυναίκας
γυναικοποίνων πολέμων ἀρωγὰν ( Αισχ. Αγαμ. 255)