γυναικωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυναικωτός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γυναικωτός}} < γυναῖκ(α) + -ωτός[1]
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.koˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κω‐τός
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυναικωτός αρσενικό
- (μειωτικό) που είναι γυναικωτός, θηλυπρεπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ γυναικωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γυναικωτός
Πηγές
επεξεργασία
- γυναικωτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γυναικωτός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].