↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικωτός η γυναικωτή το γυναικωτό
      γενική του γυναικωτού της γυναικωτής του γυναικωτού
    αιτιατική τον γυναικωτό τη γυναικωτή το γυναικωτό
     κλητική γυναικωτέ γυναικωτή γυναικωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικωτοί οι γυναικωτές τα γυναικωτά
      γενική των γυναικωτών των γυναικωτών των γυναικωτών
    αιτιατική τους γυναικωτούς τις γυναικωτές τα γυναικωτά
     κλητική γυναικωτοί γυναικωτές γυναικωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικωτός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γυναικωτός}} < γυναῖκ(α) + -ωτός[1]
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.ne.koˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

γυναικωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυναικωτός οι γυναικωτοί
      γενική του γυναικωτού των γυναικωτών
    αιτιατική τον γυναικωτό τους γυναικωτούς
     κλητική γυναικωτέ γυναικωτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γυναικωτός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικωτός < γυναῖκ(α) + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

γυναικωτός