Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταίρι τα ταίρια
      γενική του ταιριού των ταιριών
    αιτιατική το ταίρι τα ταίρια
     κλητική ταίρι ταίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταίρι < μεσαιωνική ελληνική ταίριν < αρχαία ελληνική ἑταῖρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταίρι ουδέτερο

  1. κάτι/κάποιος που ταιριάζει με κάτι άλλο/ κάποιον άλλον
    ένα κομψό υφασμάτινο παντελόνι είναι το ιδανικό ταίρι γι' αυτό το σακάκι
  2. το ένα από τα δύο στοιχεία που συγκροτούν ένα ζεύγος / ζευγάρι
    Το γοβάκι που έχασε το ταίρι του (τίτλος παραμυθιού, εργασία που προτάθηκε στα παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου)
  3. σύζυγος ή ερωτικός σύντροφος
    μετά από τόσες διαλυμένες σχέσεις ακόμα ψάχνει να βρει το ταίρι του

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δεν έχει το ταίρι του: δεν έχει κάποιον / κάτι εφάμιλλο
  • ταίρι ταίρι: μαζί

  Μεταφράσεις επεξεργασία