Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
partner partners

  Ουσιαστικό επεξεργασία

partner (en)

  1. ο συνεργάτης, η συνεργάτρια, ο καβαλιέρος, η ντάμα, ένα άτομο με το οποίο κάνω μια δραστηριότητα ή συνεργάζομαι
    He became a close friend and partner in all of his national and political struggles.
    Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης σε όλους τους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του.
    The perpetrator didn’t reveal his partners.
    Ο δράστης δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του.
    partners in crime - συνένοχοι σε έγκλημα
    the partner’s steps in the tango - τα βήματα του καβαλιέρου στο ταγκό
    All the girls want him as their dance partner.
    Όλες οι κοπέλες τον θέλουν για καβαλιέρο.
    All the men switched their partners for the next dance.
    Οι καβαλιέροι άλλαξαν τις ντάμες τους για τον επόμενο χορό.
  2. ο/η σύζυγος, ο/η σύντροφος, ένα άτομο με το οποίο είμαι παντρεμένος ή έχω σεξουαλική σχέση
    his lawfully-wedded partner - η νόμιμη σύζυγός του
    her sexual partner - ο ερωτικός της σύντροφος
    He stood by her as a loyal partner in all the difficult times.
    Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
    He lost his life partner.
    Έχασε τη σύντροφο της ζωής του.
  3. ο/η συνέταιρος, ο/η εταίρος, ένας από τους ανθρώπους που έχει μια επιχείρηση και μοιράζεται τα κέρδη κτλ.
    a partner in a small business - συνέταιρος σε μια μικρή επιχείρηση
    general partner - ομόρρυθμος εταίρος
  4. ο συνεργάτης, η συνεργάτρια, συνεργαζόμενος, μια χώρα ή ένας οργανισμός που έχει μια συμφωνία με μια άλλη χώρα ή οργανισμό
    a scientific partner at the University - επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο
    partner organizations/companies - συνεργαζόμενες οργανώσεις/εταιρείες

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία