καβαλιέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβαλιέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cavaliere < αρχαία οξιτανική cavalier < μεσαιωνική λατινική caballarius (ιππέας) < λατινική caballus (άλογο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.vaˈʎe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βα‐λιέ‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβαλιέρος αρσενικό
- ο άνδρας που χορεύει μαζί με μια γυναίκα
- ο συνοδός μιας γυναίκας σε μια γιορτή ή άλλη κοινωνική εκδήλωση