Δείτε επίσης: Καβαλλιέρος, Καβαλιέρος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβαλιέρος οι καβαλιέροι
      γενική του καβαλιέρου των καβαλιέρων
    αιτιατική τον καβαλιέρο τους καβαλιέρους
     κλητική καβαλιέρε καβαλιέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβαλιέρος αρσενικό

  1. ο άνδρας που χορεύει μαζί με μια γυναίκα
  2. ο συνοδός μιας γυναίκας σε μια γιορτή ή άλλη κοινωνική εκδήλωση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. καβαλιέρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβαλιέρος θηλυκό (και σήμερα σε χρήση με διαφορετική σημασία)

  • ιππέας, ιππότης
      17ος αιώνας Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος, 167, στίχ. 9 (9-10) @dimodis.greeklanguage.gr
    Μὰ τότες ἐφανήκανε ποιοί ’τον οἱ καβαλιέροι,
    Ρωμαῖοι ἄξοι τοῦ σπαθιοῦ, παπαδοκαλογέροι.
    Στυλιανός Αλεξίου & Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), Στιγμή, Αθήνα 1995.
      17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 669 (667-670)
    Ποῦ εἶναι οἱ μινίστροι, οἱ ἀββοκάτοι,
    πὀρχόντανε συχνὰ εἰς τὸ παλάτι;
    οἱ καβαλιέροι, πού ʼσαν στὸ παζάρι,
    ποὺ σὄκαναν στολὴ κιʼ ὥριο καμάρι;
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 251
    ΣτΕ: Το έργο Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα αναφέρεται στα γεγονότα της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και ειδικότερα στην άλωση του Ναυπλίου (10 Ιουλίου 1715).

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • καβαλιέροι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Συγγενικά

επεξεργασία