καβαλάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβαλάρης < μεσαιωνική ελληνική καβαλλάρης < ελληνιστική κοινή καβαλλάριος < λατινική caballarius
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβαλάρης αρσενικό
- αυτός που κινείται καθισμένος στη ράχη ενός αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού
- (μουσική) το μέρος του σώματος ενός έγχορδου οργάνου πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές
- οριζόντια δοκός στην κορυψή του πλαισίου δίριχτης στέγης
- κεραμίδι που καλύπτει αμφιπλευρικά την κορυφή της στέγης