Δείτε επίσης: Καβαλάρης, καβαλλάρης, Καβαλλάρης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβαλάρης οι καβαλάρηδες
      γενική του καβαλάρη των καβαλάρηδων
    αιτιατική τον καβαλάρη τους καβαλάρηδες
     κλητική καβαλάρη καβαλάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβαλάρης αρσενικό

  1. αυτός που κινείται καθισμένος στη ράχη ενός αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού
  2. (μουσική) το μέρος του σώματος ενός έγχορδου οργάνου πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές
  3. οριζόντια δοκός στην κορυψή του πλαισίου δίριχτης στέγης
  4. κεραμίδι που καλύπτει αμφιπλευρικά την κορυφή της στέγης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία