Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβαλάρισσα οι καβαλάρισσες
      γενική της καβαλάρισσας των καβαλαρισσών
    αιτιατική την καβαλάρισσα τις καβαλάρισσες
     κλητική καβαλάρισσα καβαλάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καβαλάρισσα < καβαλάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

καβαλάρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη καβαλάρης

  Μεταφράσεις Επεξεργασία