ενικός         πληθυντικός  
rider riders

Ετυμολογία

επεξεργασία
rider < ride + -er

Ουσιαστικό

επεξεργασία

rider (en)

  • ο/η ιππέας, ο καβαλάρηςκαβαλάρισσα, ο αναβάτηςαναβάτρια, αλόγου, μοτοσικλέτας κτλ.
    παράδειγμα  The horse bolted and threw its rider off.
    Αφηνίασε το άλογο και έριξε κάτω τον καβαλάρη του.
    παράδειγμα  This horse is ridden only by an experienced rider.
    Αυτό το άλογο ιππεύεται μόνο από έμπειρο αναβάτη.

Ετυμολογία

επεξεργασία
rider < αρχαία άνω γερμανική rîdan, στρίβω