Ετυμολογία

επεξεργασία
πτυχώνω < πτυχή + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plier)

πτυχώνω (παθητική φωνή: πτυχώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία