πτυχωσιγενής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτυχωσιγενής | η | πτυχωσιγενής | το | πτυχωσιγενές |
γενική | του | πτυχωσιγενούς* | της | πτυχωσιγενούς | του | πτυχωσιγενούς |
αιτιατική | τον | πτυχωσιγενή | την | πτυχωσιγενή | το | πτυχωσιγενές |
κλητική | πτυχωσιγενή(ς) | πτυχωσιγενής | πτυχωσιγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτυχωσιγενείς | οι | πτυχωσιγενείς | τα | πτυχωσιγενή |
γενική | των | πτυχωσιγενών | των | πτυχωσιγενών | των | πτυχωσιγενών |
αιτιατική | τους | πτυχωσιγενείς | τις | πτυχωσιγενείς | τα | πτυχωσιγενή |
κλητική | πτυχωσιγενείς | πτυχωσιγενείς | πτυχωσιγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτυχωσιγενής < πτύχωση + γίγνομαι
Επίθετο επεξεργασία
πτυχωσιγενής
- αυτός που προήλθε, δημιουργήθηκε από πτύχωση, δηλαδή αναδίπλωση, κάμψη. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για τη μορφολογία του εδάφους
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτυχωσιγενής
|