πτυχωσιγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτυχωσιγενής | η | πτυχωσιγενής | το | πτυχωσιγενές |
γενική | του | πτυχωσιγενούς* | της | πτυχωσιγενούς | του | πτυχωσιγενούς |
αιτιατική | τον | πτυχωσιγενή | την | πτυχωσιγενή | το | πτυχωσιγενές |
κλητική | πτυχωσιγενή(ς) | πτυχωσιγενής | πτυχωσιγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτυχωσιγενείς | οι | πτυχωσιγενείς | τα | πτυχωσιγενή |
γενική | των | πτυχωσιγενών | των | πτυχωσιγενών | των | πτυχωσιγενών |
αιτιατική | τους | πτυχωσιγενείς | τις | πτυχωσιγενείς | τα | πτυχωσιγενή |
κλητική | πτυχωσιγενείς | πτυχωσιγενείς | πτυχωσιγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- πτυχωσιγενής < καθαρεύουσα πτύχωσι(ς) (πτύχωση) + -γενής
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pti.xo.si.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτυ‐χω‐σι‐γε‐νής
- ομόηχο: πτυχωσιγενείς
Επίθετο
επεξεργασία
πτυχωσιγενής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)
- (γεωλογία, συνήθως για τη μορφολογία του εδάφους) που προήλθε, δημιουργήθηκε από πτύχωση, δηλαδή αναδίπλωση, κάμψη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτυχωσιγενής
|
Πηγές
επεξεργασία
- πτυχωσιγενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)