Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυχωσιγενής η πτυχωσιγενής το πτυχωσιγενές
      γενική του πτυχωσιγενούς* της πτυχωσιγενούς του πτυχωσιγενούς
    αιτιατική τον πτυχωσιγενή την πτυχωσιγενή το πτυχωσιγενές
     κλητική πτυχωσιγενή(ς) πτυχωσιγενής πτυχωσιγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυχωσιγενείς οι πτυχωσιγενείς τα πτυχωσιγενή
      γενική των πτυχωσιγενών των πτυχωσιγενών των πτυχωσιγενών
    αιτιατική τους πτυχωσιγενείς τις πτυχωσιγενείς τα πτυχωσιγενή
     κλητική πτυχωσιγενείς πτυχωσιγενείς πτυχωσιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτυχωσιγενής < πτύχωση + γίγνομαι
 
Πτυχωσιγενές έδαφος στην Αυστραλία

  Επίθετο επεξεργασία

πτυχωσιγενής

  • αυτός που προήλθε, δημιουργήθηκε από πτύχωση, δηλαδή αναδίπλωση, κάμψη. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για τη μορφολογία του εδάφους

  Μεταφράσεις επεξεργασία