πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυχωσιγενής η πτυχωσιγενής το πτυχωσιγενές
      γενική του πτυχωσιγενούς* της πτυχωσιγενούς του πτυχωσιγενούς
    αιτιατική τον πτυχωσιγενή την πτυχωσιγενή το πτυχωσιγενές
     κλητική πτυχωσιγενή(ς) πτυχωσιγενής πτυχωσιγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυχωσιγενείς οι πτυχωσιγενείς τα πτυχωσιγενή
      γενική των πτυχωσιγενών των πτυχωσιγενών των πτυχωσιγενών
    αιτιατική τους πτυχωσιγενείς τις πτυχωσιγενείς τα πτυχωσιγενή
     κλητική πτυχωσιγενείς πτυχωσιγενείς πτυχωσιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Πτυχωσιγενές έδαφος στην Αυστραλία.

Ετυμολογία

επεξεργασία

πτυχωσιγενής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πτυχωσιγενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)