πτύχωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτύχωση | οι | πτυχώσεις |
γενική | της | πτύχωσης* | των | πτυχώσεων |
αιτιατική | την | πτύχωση | τις | πτυχώσεις |
κλητική | πτύχωση | πτυχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτυχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτύχωση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτύχωση