rideau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rideau < rider
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rideau | rideaux |
rideau (fr) αρσενικό
- η κουρτίνα
- το παραπέτασμα
- το μπερντές
- η αυλαία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rider