κουρτίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουρτίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρτίνα [1] / κορτίνα < μεσαιωνική λατινική cortina [2]

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuɾˈti.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐τί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρτίνα θηλυκό
- κομμάτι από ύφασμα, συνήθως κατάλληλα ραμμένο, που χρησιμοποιείται για να μειώσει το φως του ήλιου ή την ορατότητα ή να καλύψει ένα άνοιγμα
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- η υψηλή ακρότομη, κάθετη ακτή, την οποία πλήττουν τα πελαγίσια κύματα,
- η ακρότομη πλευρά παγόβουνου, του τραπεζόπαγου
- το φαινόμενο του σέλαος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κουρτίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.