Δείτε επίσης: παραπέταμα, παραπέτο, παραπετώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπέτασμα τα παραπετάσματα
      γενική του παραπετάσματος των παραπετασμάτων
    αιτιατική το παραπέτασμα τα παραπετάσματα
     κλητική παραπέτασμα παραπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπέτασμα < αρχαία ελληνική παραπέτασμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπέτασμα ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία

παραπέτασμα < παραπετάννυμι + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπέτασμα ουδέτερο