Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écran écrans

écran (fr) αρσενικό

  1. το αλεξίπυρο που προφυλάσσει τον τοίχο σε ένα τζάκι από την υπερβολική θερμότητα
  2. η οθόνη
  3. το μπερντές