προκάλυμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκάλυμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκάλυμμα ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμεύει για προκάλυψη ( προκαλύπτω = προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το)
(μτφ)= πρόσχημα, πρόφαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκάλυμμα