Δείτε επίσης: παραπετώ, παραπέτασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπέτο τα παραπέτα
      γενική του παραπέτου των παραπέτων
    αιτιατική το παραπέτο τα παραπέτα
     κλητική παραπέτο παραπέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική parapetto < para- + petto < λατινική pectus < πρωτοϊταλική *pectos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peg (πλευρά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπέτο ουδέτερο

  1. στηθαίο
  2. (ναυτικός όρος) κουπαστή
    ※  Απάνω στο κατάστρωμα του βαποριού, ακουμπισμένοι στο πρυμιό παραπέτο, ο Αντώνης με τον Κωνσταντή αγναντεύουν τη γαλάζια απεραντοσύνη, που ξανοίγεται μπροστά στα μάτια τους. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία