parapet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parapet | parapets |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- parapet < (άμεσο δάνειο) ιταλική parapetto (που προστατεύει το στήθος)
ενικός | πληθυντικός |
parapet | parapets |