Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλκόνι τα μπαλκόνια
      γενική του μπαλκονιού των μπαλκονιών
    αιτιατική το μπαλκόνι τα μπαλκόνια
     κλητική μπαλκόνι μπαλκόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1. Το θεωρούμενο ως μπαλκόνι της Ιουλιέτας στη Βερόνα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπαλκόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική balcone < αρχαία λομβαρδική *balko ("δοκός")

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /balˈko.ni/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπαλκόνι ουδέτερο

  1. περιφραγμένη προεξοχή σε κτίριο, συνήθως στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα του ορόφου στον οποίο βρίσκεται
     συνώνυμα: εξώστης
  2. (μεταφορικά) τοποθεσία με άπλετη θέα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία