πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταράτσα οι ταράτσες
      γενική της ταράτσας των ταρατσών
    αιτιατική την ταράτσα τις ταράτσες
     κλητική ταράτσα ταράτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απλωμένα ρούχα σε ταράτσα στη Σαρδηνία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταράτσα θηλυκό

  1. η επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, συνήθως πολυκατοικίας
  2. βεράντα, στεγασμένος εξωτερικός χώρος σπιτιού

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ταράτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ταράτσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)