Ετυμολογία

επεξεργασία
ταρατσώνω < ταράτσα + -ώνω < βενετική terazza < λατινική terra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)

ταρατσώνω

  1. πατάω το χώμα για να γίνει επίπεδο
  2. (μεταφορικά) χορταίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία