Ετυμολογία

επεξεργασία

ταρατσώνω

  1. πατάω το χώμα για να γίνει επίπεδο
  2. (μεταφορικά) χορταίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία