πολυκατοικία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκατοικία < πολυ- + κατοικία (νεολογισμός που εισήχθη στην ελληνική γλώσσα στις αρχές του 20ού αι.)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυκατοικία θηλυκό
- πολυώροφο κτίριο όπου κατοικούν πολλές οικογένειες σε χωριστά διαμερίσματα
- ※ Στις 13 Οκτωβρίου του 1946 τέθηκε ο πρώτος θεμέλιος λίθος για την ανέγερση συγκροτημάτων πολυκατοικιών στη συνοικία των Ταμπουρίων ειδικά για την αποκατάσταση των βομβοπλήκτων (από το κείμενο «Εικόνες καθημερινότητας του μεταπολεμικού Πειραιά», Κανάλι Ένα 90,4 FM, 4 Ιουλίου 2016, πρόσβαση: 2019.09.03.)
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ενοίκων μιας πολυκατοικίας (1)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυκατοικία