Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βομβόπληκτος η βομβόπληκτη το βομβόπληκτο
      γενική του βομβόπληκτου της βομβόπληκτης του βομβόπληκτου
    αιτιατική τον βομβόπληκτο τη βομβόπληκτη το βομβόπληκτο
     κλητική βομβόπληκτε βομβόπληκτη βομβόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βομβόπληκτοι οι βομβόπληκτες τα βομβόπληκτα
      γενική των βομβόπληκτων των βομβόπληκτων των βομβόπληκτων
    αιτιατική τους βομβόπληκτους τις βομβόπληκτες τα βομβόπληκτα
     κλητική βομβόπληκτοι βομβόπληκτες βομβόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βομβόπληκτος < βόμβ(α) + -ό- + -πληκτος

  Επίθετο επεξεργασία

βομβόπληκτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία