βομβόπληκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βομβόπληκτος, -η, -ο
- που έχει υποστεί καταστροφές από βομβαρδισμό· αυτός του οποίου η κατοικία και, γενικότερα, οι εγκαταστάσεις που του ανήκουν, έχουν βομβαρδιστεί
- ※ Στις 13 Οκτωβρίου του 1946 τέθηκε ο πρώτος θεμέλιος λίθος για την ανέγερση συγκροτημάτων πολυκατοικιών στη συνοικία των Ταμπουρίων ειδικά για την αποκατάσταση των βομβοπλήκτων (από το κείμενο «Εικόνες καθημερινότητας του μεταπολεμικού Πειραιά», Κανάλι Ένα 90,4 FM, 4 Ιουλίου 2016, πρόσβαση: 2019.09.03.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βομβόπληκτος
|