• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δώμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δώμα τα δώματα
      γενική του δώματος των δωμάτων
    αιτιατική το δώμα τα δώματα
     κλητική δώμα δώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δώμα < αρχαία ελληνική δῶμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δώμα ουδέτερο

  1. ταράτσα, επίπεδη στέγη
  2. δωμάτιο σε ταράτσα
  3. (στον πληθυντικό) το ιδιαίτερο δωμάτιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δώμα
  • γαλλικά : 1. toit-terrasse (fr), 2. appartement (fr) en terrasse (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δώμα&oldid=5468581"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 14:21

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 14:21.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας