teraso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- teraso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teraso | terasoj |
αιτιατική | terason | terasojn |
teraso (eo)
- η ταράτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teraso | terasoj |
αιτιατική | terason | terasojn |
teraso (eo)