Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στηθαίο τα στηθαία
      γενική του στηθαίου των στηθαίων
    αιτιατική το στηθαίο τα στηθαία
     κλητική στηθαίο στηθαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηθαίο < (ελληνιστική κοινήστηθαῖον < αρχαία ελληνική στῆθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stiˈθe.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στηθαίο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία