Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιγκλίδωμα τα κιγκλιδώματα
      γενική του κιγκλιδώματος των κιγκλιδωμάτων
    αιτιατική το κιγκλίδωμα τα κιγκλιδώματα
     κλητική κιγκλίδωμα κιγκλιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιγκλίδωμα < αρχαία ελληνική κιγκλίς, κιγκλίδ(α) + -ωμα, απόδοση για τη γαλλική grillage[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciŋˈɡli.ðo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐γκλί‐δω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιγκλίδωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία