ενικός         πληθυντικός  
balustrade balustrades

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

balustrade (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balustrade balustrades

balustrade (fr) θηλυκό