Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
railing railings

railing (en)

  • το κιγκλίδωμα, φράγμα από μεταλλικά συνήθως κάγκελα· καθεμία από τις στενόμακρες, ξύλινες ή κυρίως μεταλλικές ράβδους, που τοποθετούνται κάθετα στη σειρά
    ⮡  a balcony railing - κιγκλίδωμα μπαλκονιού
    ⮡  Some bars are missing from the railing.
    Από το κιγκλίδωμα λείπουν μερικά κάγκελα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

railing (en)