Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

saddle (en)

  1. σέλα
  2. διάσελο
  3. (μουσική) ο καβαλάρης της κιθάρας και των άλλων εγχόρδων

  Ρήμα Επεξεργασία

saddle (en)