Ετυμολογία

επεξεργασία
σελώνω < σέλα + -ώνω

σελώνω

  1. βάζω σέλα στη ράχη ενός υποζυγίου
    σελώνω το άλογο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία