σελωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σελωτός | η | σελωτή | το | σελωτό |
γενική | του | σελωτού | της | σελωτής | του | σελωτού |
αιτιατική | τον | σελωτό | τη | σελωτή | το | σελωτό |
κλητική | σελωτέ | σελωτή | σελωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σελωτοί | οι | σελωτές | τα | σελωτά |
γενική | των | σελωτών | των | σελωτών | των | σελωτών |
αιτιατική | τους | σελωτούς | τις | σελωτές | τα | σελωτά |
κλητική | σελωτοί | σελωτές | σελωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασελωτός
- που τον έχουν σελώσει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σελωτός
|