↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σελωτός η σελωτή το σελωτό
      γενική του σελωτού της σελωτής του σελωτού
    αιτιατική τον σελωτό τη σελωτή το σελωτό
     κλητική σελωτέ σελωτή σελωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σελωτοί οι σελωτές τα σελωτά
      γενική των σελωτών των σελωτών των σελωτών
    αιτιατική τους σελωτούς τις σελωτές τα σελωτά
     κλητική σελωτοί σελωτές σελωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελωτός < σελώνω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

σελωτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία