ασέλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασέλωτος | η | ασέλωτη | το | ασέλωτο |
γενική | του | ασέλωτου | της | ασέλωτης | του | ασέλωτου |
αιτιατική | τον | ασέλωτο | την | ασέλωτη | το | ασέλωτο |
κλητική | ασέλωτε | ασέλωτη | ασέλωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασέλωτοι | οι | ασέλωτες | τα | ασέλωτα |
γενική | των | ασέλωτων | των | ασέλωτων | των | ασέλωτων |
αιτιατική | τους | ασέλωτους | τις | ασέλωτες | τα | ασέλωτα |
κλητική | ασέλωτοι | ασέλωτες | ασέλωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασέλωτος
- που δεν τον έχουν σελώσει
- ⮡ άλογο ασέλωτο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασέλωτος