Ουσιαστικό

επεξεργασία

seller (en)

  1. ο πωλητής, η πωλήτρια
  2. κάτι που "πουλάει", που κάνει καλές πωλήσεις
    best seller



  Προφορά

επεξεργασία
 

seller (fr)