ξεσελώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσελώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσελώνω | ξεσέλωνα | θα ξεσελώνω | να ξεσελώνω | ξεσελώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσελώνεις | ξεσέλωνες | θα ξεσελώνεις | να ξεσελώνεις | ξεσέλωνε | |
γ' ενικ. | ξεσελώνει | ξεσέλωνε | θα ξεσελώνει | να ξεσελώνει | ||
α' πληθ. | ξεσελώνουμε | ξεσελώναμε | θα ξεσελώνουμε | να ξεσελώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσελώνετε | ξεσελώνατε | θα ξεσελώνετε | να ξεσελώνετε | ξεσελώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσελώνουν(ε) | ξεσέλωναν ξεσελώναν(ε) |
θα ξεσελώνουν(ε) | να ξεσελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσέλωσα | θα ξεσελώσω | να ξεσελώσω | ξεσελώσει | ||
β' ενικ. | ξεσέλωσες | θα ξεσελώσεις | να ξεσελώσεις | ξεσέλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσέλωσε | θα ξεσελώσει | να ξεσελώσει | |||
α' πληθ. | ξεσελώσαμε | θα ξεσελώσουμε | να ξεσελώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσελώσατε | θα ξεσελώσετε | να ξεσελώσετε | ξεσελώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσέλωσαν ξεσελώσαν(ε) |
θα ξεσελώσουν(ε) | να ξεσελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσελώσει | είχα ξεσελώσει | θα έχω ξεσελώσει | να έχω ξεσελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσελώσει | είχες ξεσελώσει | θα έχεις ξεσελώσει | να έχεις ξεσελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσελώσει | είχε ξεσελώσει | θα έχει ξεσελώσει | να έχει ξεσελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσελώσει | είχαμε ξεσελώσει | θα έχουμε ξεσελώσει | να έχουμε ξεσελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσελώσει | είχατε ξεσελώσει | θα έχετε ξεσελώσει | να έχετε ξεσελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσελώσει | είχαν ξεσελώσει | θα έχουν ξεσελώσει | να έχουν ξεσελώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσελώνω
|