Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καβαλάρη

  1. καβαλάρης, στη γενική του ενικού
  2. καβαλάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. καβαλάρης, στην κλητική του ενικού