Δείτε επίσης: Καβάλα, καββάλα, καμπάλα

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

καβάλα

  1. στη ράχη ενός ζώου (αλόγου, ημιόνου κ.λπ.)
      καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν' τ' αντίδωρο απ' του παπά το χέρι
  2. στη σέλα ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας
  3. επάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο με τα δυο πόδια να κρέμονται από τις δυο πλευρές του
      καβάλα στο μαντρότοιχο
  4. (χυδαίο) σε συνουσία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάλα οι καβάλες
      γενική της καβάλας
    αιτιατική την καβάλα τις καβάλες
     κλητική καβάλα καβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καβάλα < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβάλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία