καβαλικευτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβαλικευτά < καβαλικευτ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακαβαλικευτά
- έχοντας καβαλικέψει κάτι με τον τρόπο που θα καβαλούσαμε και ένα ζώο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιππαστί
Μεταφράσεις
επεξεργασία καβαλικευτά
|