καβάλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβάλο | τα | καβάλα |
γενική | του | καβάλου | των | καβάλων |
αιτιατική | το | καβάλο | τα | καβάλα |
κλητική | καβάλο | καβάλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαβάλο ουδέτερο
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του καβάλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καβάλο
|